- μονταζιέρα
- ητραπέζι με φωτιζόμενη γυάλινη γαλακτώδη επιφάνεια, πάνω στο οποίο γίνονται η επεξεργασία τού υλικού που πρόκειται να εκτυπωθεί και το μοντάζ.[ΕΤΥΜΟΛ. < μοντάζ + κατάλ. -ιέρα (πρβλ. φροντ-ιέρα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.